Στο 3ο άρθρο του νόμου 3699/2008 για την Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση (ΕΑΕ) αναφέρεται ότι «μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είναι και οι μαθητές που έχουν μία ή περισσότερες νοητικές ικανότητες και ταλέντα ανεπτυγμένα σε βαθμό που υπερβαίνει κατά πολύ τα προσδοκώμενα για την ηλικιακή τους ομάδα (ΦΕΚ 199/Α’/2.10.2008). Ωστόσο, στην πράξη το σύγχρονο ελληνικό σχολείο δεν είναι έτοιμο να δεχτεί και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των προικισμένων παιδιών. Ενώ τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί η μέριμνα εντός των σχολείων για τα παιδιά με γενικευμένες και ειδικές μαθησιακές δυσκολίες, για τα χαρισματικά παιδιά δεν υπάρχει ανάλογη φροντίδα ούτε επαρκής ενημέρωση.
Τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου γενικού σχολείου δε φαίνεται να βοηθούν ιδιαίτερα τα χαρισματικά παιδιά. Η διδασκαλία γίνεται με αργούς για εκείνα ρυθμούς, είναι επιφανειακή, ενθαρρύνει την στείρα απομνημόνευση, ενώ δε δίνει πολλές ευκαιρίες στα παιδιά να αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους. Το χαρισματικό παιδί όμως λόγω των ιδιαιτεροτήτων του δεν έχει το κίνητρο να εμπλακεί στην εκπαιδευτική πράξη που έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Γιατί να αναλώσει χρόνο σε κάτι που για εκείνο είναι πανεύκολο; Τι να του προσφέρει η απομνημόνευση, όταν εκείνο θέλει να μαθαίνει σε βάθος, να αναλύει, να κρίνει; Γιατί πρέπει να δεχτεί άκριτα και χωρίς αντίδραση την καταστολή της δημιουργικότητάς του;
Έτσι το παιδί μπορεί να αδιαφορεί για τα μαθήματα, να βαριέται στην τάξη, να μη συμμετέχει στο μάθημα, να γίνεται ενοχλητικό ή να μένει αδρανές, να μη συνεργάζεται με τους συμμαθητές του, να κάνει ενοχλητικές ερωτήσεις, να γίνεται προκλητικό και υπερόπτης. Και ενώ τηρεί τις προϋποθέσεις να είναι άριστο, συχνά χαρακτηρίζεται από τους δασκάλους ως μέτριος ή και κακός μαθητής, ενώ έχει αυξημένες πιθανότητες να εγκαταλείψει το σχολείο.
Για να αποφευχθεί η σχολική διαρροή, αλλά και για να εξασφαλιστεί η σχολική επιτυχία, απαιτείται ένα σχολείο προσαρμοσμένο στις ανάγκες των χαρισματικών παιδιών. Αυτό που λείπει από τα παιδιά είναι το κίνητρο και η πρόκληση. Αν το σχολείο και ο δάσκαλος τους τα παρέχει αυτά, τότε και η σχολική πορεία τέτοιων μαθητών θα είναι διαφορετική. Ο δάσκαλος μπορεί με τη βοήθεια ειδικού παιδαγωγού και ψυχολόγου να τροποποιήσει το πρόγραμμα διδασκαλίας για το χαρισματικό παιδί, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στην ανάγκη του μαθητή και να του δίνει το ερέθισμα να εμπλακεί στην μαθησιακή διδασκαλία και να επωφεληθεί. Μπορεί το ίδιο υλικό να το εμπλουτίσει μόνο για το παιδί αυτό, να ενσωματώνει τα ενδιαφέροντα του παιδιού σε ανεξάρτητες και ατομικές εργασίες και να δίνει γενικότερα ευκαιρίες στον χαρισματικό μαθητή να εκφραστεί.
Γράφει η Σοφία Μουρτζούκου
Ψυχολόγος ΑΠΘ